- καλλιστρούθια
- καλλιστρούθια, τά, name of a kind ofA fig, Ath.3.75e: callistruthis in Colum.10.416.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
καλλιστρούθια — fig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστρουθίων — καλλιστρούθια fig neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)